- χαμαιρεπής
- και χαμαιρρεπής, -ές, Αχαμαίζηλος, χαμαιπαγής*.επίρρ...χαμαιρεπῶς Α(κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶςχαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων».[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + -ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπι-ρρεπής, ὀξυ-ρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.